Μια νέα ενότητα ξεκινάει στο TotalRacing.gr με αναδρομές σε αναβάτες που πέρασαν από τις πίστες του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Μοτοσυκλέτας και άφησαν το δικό τους στίγμα. Πρώτος αναβάτης που φιλοξενείται στους «MotoGP Legends» είναι ο Loris Capirossi.
Ο Loris Capirossi γεννήθηκε στις 4 Απριλίου του 1973, στο Castel San Pietro Terme της Ιταλίας και αγωνίστηκε στα κορυφαία πρωταθλήματα δύο τροχών για περισσότερo από είκοσι χρόνια.
Η φιγούρα του Ιταλού αναβάτη ήταν μία από τις πιο ευχάριστες στον χώρο των paddock, καθώς ο βραχύσωμος Loris ήταν πάντοτε φιλικός και πρόσχαρος. Φυσικά, όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι, είχε και αυτός τις κακές του «στιγμές».
Ο «Capirex» (όπως ήταν το ψευδώνυμό του) ξεκίνησε την αγωνιστική του σταδιοδρομία το 1990, ως αναβάτης της Polini Honda, σε ηλικία 17 ετών.
Τότε ήταν που το νούμερο «65» έκανε την πρώτη του εμφάνιση στις πίστες ανά το Παγκόσμιο, παραμένοντας στα fairing του Ιταλού στις 18 από τις συνολικά 21 χρονιές που αγωνίστηκε.
Η μοτοσυκλέτα του ήταν μια Honda RS 125 και με αυτήν, στην πρώτη του κιόλας προσπάθεια, κατέκτησε τον Παγκόσμιο Τίτλο της κατηγορίας. Την επόμενη χρονιά παρέμεινε στην κατηγορία με την ίδια ομάδα, κατακτώντας για ακόμη μία φορά τον τίτλο.
Το 1992 μεταβαίνει στα 250cc, στην ομάδα της Μarlboro Honda. Την ίδια εποχή, ακόμη ένας σπουδαίος Ιταλός αναβάτης αγωνιζόταν εκεί. Ο λόγος, φυσικά, για τον Max Biaggi, ο οποίος αγωνιζόταν στην κατηγορία με μια Aprilia. Εκείνη τη χρονιά, ο Capirossi ολοκληρώνει στη 12η θέση, με τον Biaggi να είναι 5ος, ενώ την επόμενη χρονιά οι δύο τους οδηγούν την ίδια μοτοσυκλέτα, μια Honda NSR 250.
Ο Capirossi οδηγεί πολύ καλά και παίρνει τις τρεις πρώτες νίκες του στην κατηγορία, τερματίζοντας στην 2η θέση του πρωταθλήματος. Δύο θέσεις πιο πίσω, ολοκληρώνει ο Biaggi στην 4η θέση της κατάταξης. Και ενώ όλα δείχνουν ότι ο Capirossi είναι πιο έτοιμος για τον τίτλο του 1994, ο Biaggi επιστρέφει στην Aprilia και αρχίζει ένα εκπληκτικό σερί τεσσάρων συνεχόμενων τίτλων.
Ο Loris είναι 3ος εκείνη τη χρονιά, ενώ το 1995 μετακομίζει στα 500cc, αναζητώντας νέες προκλήσεις. Η μοτοσυκλέτα του ήταν μια NSR 500, με την οποία κατέκτησε ένα βάθρο και μια αξιοπρεπέστατη 6η θέση στον τελικό πίνακα της κατάταξης.
Το 1996 είναι η 2η χρονιά του στα δύστροπα «500», αλλάζοντας όμως μοτοσυκλέτα. Η νέα του ομάδα είναι η «Yamaha Rainey», με την οποία κατέκτησε την πρώτη του νίκη αλλά μόλις την 10η θέση στο τέλος της χρονιάς.
Την επόμενη χρονιά ο Biaggi που μεσουρανούσε στα 250cc ανεβαίνει στη μεγάλη κατηγορία, τη στιγμή που ο Capirossi ακολουθεί την αντίθετη πορεία. Είναι η ώρα να κατακτήσει τον τίτλο που του έλειπε και ο Loris «υποβιβάζεται» στη μεσαία κατηγορία για να τον κατακτήσει.
Η μετάβαση του δεν είναι ομαλή, δεν κερδίζει κανέναν αγώνα και κλείνει την χρονιά του στην 6η θέση, στη σέλα μια μοτοσυκλέτας που τα προηγούμενα χρόνια μονοπωλούσε τους τίτλους (Aprilia RS250).
Το 1998 θέλει τον τίτλο, όμως στην ίδια ομάδα μαζί του έχει τον «Στρατηγό», Tetsuya Harada και έναν νέο, πολύ γρήγορο αναβάτη, που ακούει στο όνομα Valentino Rossi. Ο Ιταλός τα βρίσκει σκούρα και σε κάτι τέτοιες στιγμές, όπου ο άνθρωπος «λυγίζει», βγάζει τον κακό του εαυτό.
Στον τελευταίο αγώνα της Αργεντινής ο Rossi προηγείται, ο Harada είναι δεύτερος και ο Capirossi στην 3η θέση. Ως είχαν τα πράγματα, ο Harada κατακτούσε τον τίτλο και ακόμη ένα πρωτάθλημα ξέφευγε από τα χέρια του συμπαθή Loris.
Ωστόσο, βλέποντας ότι η μόνη λύση να χάσει ο Ιάπωνας teammate του το πρωτάθλημα -ώστε να το κατακτήσει αυτός- ήταν να πέσει, ο Ιταλός όντας αρκετά πιο πίσω άφησε τα φρένα, χτύπησε τον Harada, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να καταλήξει στην αμμοπαγίδα. Ο Capirossi τερμάτισε 2ος, κατακτώντας παράλληλα τον Τίτλο του Πρωταθλητή.
Έχοντας γίνει το «μαύρο πρόβατο», η Aprilia τον αποδεσμεύει και η Axo Honda είναι η μοτοσυκλέτα με την οποία ο Capirex καλείται να υπερασπιστεί τον τίτλο του. Το 1999 όμως είναι η χρονιά του Rossi, με τον κύριο με το νούμερο «1» να περιορίζεται στην 3η θέση. Είναι και η τελυταία χρονιά που ο Capirossi χρησιμοποιεί άλλο νούμερο αντί του «65».
Με την αυγή της νέας χιλιετίας Capirossi και Rossi ανεβαίνουν «παρέα» στη μεγάλη κατηγορία, ώστε να συναντήσουν τον Max Biaggi. Τότε άρχισε και η χρυσή εποχή των Ιταλών, καθώς και οι τρεις, κάθε χρόνο, ήταν υποψήφιοι για τον Τίτλο.
Οι μάχες τους λυσσαλέες· ποιος μπορεί να ξεχάσει άλλωστε τον αγώνα του 2000 στο Mugello. Τρεις Ιταλοί, επί Ιταλικού εδάφους, οι δύο έπεσαν (Biaggi-Rossi) και ο Capirossi θριάμβευσε. Μία από τις σημαντικότερες νίκες της καριέρας του, σε έναν εκ των σπουδαιότερων αγώνων που έχουμε δει ως σήμερα.
Το τέλος της χρονιάς τον βρίσκει στην 7η θέση, ενώ το 2001 είναι 3ος, πίσω από τους Rossi και Biaggi. Θέλει τον τίτλο, όμως βρίσκεται και πάλι σε μια δύσκολη εποχή, με πολύ ανταγωνισμό. Στη σέλα της NSR μένει και το 2002, τη χρονιά που οι τετράχρονες μοτοσυκλέτες αγωνίζονταν μαζί με τις δίχρονες.
Η δίχρονη είναι γερασμένη και ο Loris δεν μπορεί να πρωταγωνιστήσει. Πέρα από αυτό, τραυματίζεται στον καρπό και δεν επιστρέφει στο πρωτάθλημα παρά μόνον για το τέλος της χρονιάς. Ο teammate του, Alex Barros, παίρνει την RC213V, ο Capirossi όχι και οι φήμες οργιάζουν.
Το 2003 τον βρίσκει στην Ducati, σε μια ομάδα που θα συμμετείχε για πρώτη φορά στην ιστορία της στο MotoGP. Ο Capirossi στα 30 του, διψάει ακόμη για διάκριση. Στην πρώτη του χρονιά με τους συμπατριώτες του τερματίζει 4ος στην τελική κατάταξη, κερδίζοντας μάλιστα και έναν αγώνα.
Αυτή ήταν και η πρώτη νίκη του Ιταλού από όταν ανέβηκε και πάλι στη μεγάλη κατηγορία. Το 2004 όλοι τον θέλουν να διεκδικεί τον τίτλο, ο ίδιος όμως δεν τα πάει καλά με μια μοτοσυκλέτα με πολύ δύναμη αλλά και πολύ δύσκολη στην οδήγηση. Η 9η είναι η τελική του θέση.
Το 2005 μένει και πάλι στην Ducati και επιστρέφει στις νίκες. Τα πράγματα είναι καλύτερα και ολοκληρώνει τη χρονιά του στην 6η θέση. Την επόμενη χρονιά -στα 33 του πια- ο Ιταλός είναι εκρηκτικός. Τρεις νίκες, 8 βάθρα και μια 3η θέση στο βαθμολογικό πίνακα αποδεικνύουν το οδηγικό του μεγαλείο.
Το 2007 τα paddock θεωρούν και πάλι πως μπορεί να κάνει τη διαφορά. Κάπου εκεί όμως συναντά ένα ακόμη τεράστιο ταλέντο. Τον Casey Stoner. Ο Αυστραλός ήρθε σαν «σίφουνας» στην ομάδα της Ducati, πρώτη χρονιά και Παγκόσμιο Πρωτάθλημα. Ξαφνικά, ο άλλοτε «μπροστάρης» των Ιταλών φαντάζει «λίγος».
Η ίδια χρονιά τον βρίσκει να εγκαταλείπει την αγαπημένη του Desmosedici έχοντας κατακτήσει μια νίκη και την 7η θέση στη βαθμολογία αναβατών. Για το 2008 υπογράφει με την Rizla Suzuki και ο κόσμος τον «θέλει» σύντομα εκτός αγώνων.
Ο ίδιος τους διαψεύδει και τα πάει καλά, ανεβαίνει μία φορά στο βάθρο και βρίσκεται στην 10η θέση της κατάταξης. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που ο Loris κοίταξε τον κόσμο από ψηλά, από το ύψος του βάθρου των νικητών.
Το 2009 μένει στη Suzuki και μετά από μία σχετικά καλή χρονιά, ολοκληρώνει στην 9η θέση της βαθμολογίας. Το τέλος πλησιάζει και ο ίδιος το καταλαβαίνει. Είναι πια 36 ετών.
Ακόμη μία χρονιά στη σέλα της GSV-R και ο Capirex δείχνει «κουρασμένος». Δεν είναι πια ο ίδιος, έχει μεγαλώσει και αυτό φαίνεται. Βέβαια, όποτε του δίνετε η ευκαιριά βάζει τους «νέους στη θέση τους», χωρίς να χαρίζεται σε κανέναν. Ποτέ δεν το έκανε άλλωστε. Η χρονιά του είναι η τελευταία με την Suzuki και ολοκληρώνει στην 16η θέση.
Το 2011 είναι η τελευταία του χρονιά στο MotoGP και την ξεκινά με μια μοτοσυκλέτα με την οποία έχει ζήσει ίσως τις καλύτερες στιγμές της καριέρας του. Μια Desmosedici της Pramac Racing. Δεν εκκινεί όλους τους αγώνες λόγω μικροτραυματισμών και έχει ήδη ανακοινώσει την αποχώρησή του.
Στη Μαλαισία την ίδια χρονιά γίνεται εκ νέου μέρος της σύγχρονης ιστορίας του MotoGP, καθώς βρίσκεται στην πίστα την ώρα που ένα παιδί της Ιταλίας «φεύγει». Αναφερόμαστε στον αδικοχαμένο Marco Simoncelli, με τον οποίο οι περισσότεροι τα πήγαιναν καλά, ειδικότερα όμως οι Ιταλοί.
Για τον Capirossi είναι μια τεράστια απώλεια και για το λόγο αυτό, για να τον τιμήσει, ζητά από τη διοργανώτρια αρχή να του επιτρέψει τη χρήση του αριθμού «58» για τον αγώνα της Βαλένθια. Τον τελευταίο αγώνα της καριέρας του. Η έγκριση έρχεται και ο Capirex κλείνει την τεράστια καριέρα του με ένα «δανεικό» νούμερο, με το νούμερο «65» να απουσιάζει.
Ο Capirossi άλλωστε είχε τελειώσει την καριέρα του από τη Μαλαισία, από τον αγώνα που έχασε το φίλο του. Κλείνει τη χρονιά στη 17η θέση, «γυρίζοντας» την πίστα περήφανος για μια σπουδαία καριέρα.
Έχοντας εκκινήσει 328 αγώνες, κατάφερε να κερδίσει 29 φορές, ενώ ανέβηκε στο βάθρο των νικητών άλλες 99. Συνολικά κατέκτησε 3.190 βαθμούς και 3 Παγκόσμιους Τίτλους, σε μια καριέρα γεμάτη από επιτυχίες αλλά και συγκινήσεις.
Ακολουθήστε μας στα Twitter, Instagram, Youtube, Discord και Spotify