Ως ένας επιτυχημένος οδηγός αγώνων και μετέπειτα ως ιδιοκτήτης ομάδας, ο Eddie Jordan αναγκάστηκε να μεταβεί σε ένα νέο ρόλο ως νεοεισερχόμενος στο χώρο του μηχανοκίνητου αθλητισμού, στο τέλος της δεκαετίας του ’70, όταν οικονομικά κόντεψε να καταστραφεί. Συνδυάζοντας την γνώση του στο να ανακαλύπτει νέους, ταλαντούχους οδηγούς, όντας πανέξυπνος και με επιχειρηματικό μυαλό, η ομάδα του Jordan ανέβηκε σταδιακά στις τάξεις του motorsport κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980. Μεταξύ των οδηγών που αγωνίστηκαν για την Eddie Jordan Racing στην περίοδο αυτή, ήταν οι Johnny Herbert, Jean Alesi, Martin Donnelly και Eddie Irvine. Με την ίδρυση της Jordan Grand Prix και τη μετέπειτα είσοδο της στη Formula 1 το 1991, ο Eddie Jordan έκανε το τελευταίο του στην ουσία βήμα επάνω στη σκάλα.
Η είσοδος της Jordan Gran Prix στην F1 σήμαινε μια θεμελιώδη αλλαγή για την ομάδα, καθώς δεν μπορούσε πλέον να αγωνίζεται με μονοθέσια που τα έφτιαχναν άλλοι κατασκευαστές, καθώς θα έπρεπε να κατασκευάσει τα δικά της μονοθέσια. Το έργο του σχεδιασμού του πρώτου μονοθεσίου Jordan ανατέθηκε στον Gary Anderson. Αυτό ήταν ένα λογικό βήμα, καθώς οι πιο πρόσφατες επιτυχίες του Eddie Jordan στην F3000 ήταν με μονοθέσια κατασκευασμένα από την Reynards, τα οποία ήταν σχεδιασμένα από τον Anderson. Για την κατασκευή και τη λειτουργία των νέων μονοθεσίων, όπως επίσης και της ομάδας, ο Jordan κατασκεύασε το εργοστάσιο και βάση της ομάδας ακριβώς ακριβώς απέναντι από την κύρια πύλη εισόδου της πίστας του Silverstone.
Ο Anderson κατασκεύασε το πρώτο του μονοθέσιο F1 δίνοντας του έναν πολύ συντηρητικό σχεδιασμό, καθώς οι κανονισμοί στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ήθελαν το σασί του μονοθεσίου κατασκευασμένο σε μορφή monocoque, από ίνες άνθρακα . Η ανάρτηση κατασκευάστηκε με διπλές ράβδους, αποσβεστήρες και ελατήρια και στις τέσσερις γωνίες του μονοθεσίου. Το σχετικά στενό cockpit επέτρεψε ένα πολύ αεροδυναμικό αμάξωμα με χαμηλά side pods. Ένα από τα πιο ασυνήθιστα χαρακτηριστικά του σχεδιασμού του Anderson ήταν η εμπρόσθια πτέρυγα που εκτείνεται πέρα από τo ανυψωμένο ρύγχος.
Για να τροφοδοτήσει το νέο μονοθέσιο με τον κωδικό ‘Jordan 191’, ο νεοσύστατος κατασκευαστής στράφηκε στη Ford και στον συνεργάτη της την Cosworth. Μια συνεργασία που έμελλε να κρατήσει για πολύ καιρό. Ο ‘HB’ V8 της Ford ήταν ένας αξιόπιστος και σχετικά προσιτός ως προς το κόστος κινητήρας, ο οποίος όμως δεν ήταν τόσο ισχυρός όσο οι κινητήρες V10 και V12 που χρησιμοποιούσαν οι κορυφαίες ομάδες. Η χωρητικότητα του κινητήρα ήταν μόλις ελάχιστα κάτω από το όριο των 3,500cc και παρήγαγε περίπου 670 ίππους στην τελευταία του έκδοση, γνωστή και ως ‘series 4’. O μικρός σε μέγεθος V8 συνδυάστηκε με ένα εγκάρσια τοποθετημένο, εξατάχυτο κιβώτιο ταχυτήτων, του οποίου τα εσωτερικά μέρη ήταν κατασκευασμένα από την Hewland.
Ο πρώτος άνθρωπος που οδήγησε το μονοθέσιο F1 της Jordan, ήταν ο Βρετανός βετεράνος John Watson, ο οποίος είχε ήδη οδηγήσει για την ομάδα του Eddie Jordan νωρίτερα στην καριέρα του. Τελικά, την ομάδα συμπλήρωσαν ο έμπειρος Ιταλός Andrea de Cesaris και ο νέος ταλαντούχος Βέλγος Bertrand Gachot για να οδηγήσουν την Jordan 191 Ford στο ντεμπούτο της ομάδας στην season του 1991. Μετά από μια δύσκολη αρχή στους πρώτους αγώνες, οι δύο οδηγοί τερμάτισαν στην τέταρτη και πέμπτη θέση στο Grand Prix του Καναδά, κερδίζοντας τους πρώτους βαθμούς της Jordan Grand Prix στον πέμπτο μόλις αγώνα. Η πρώτη φορά που το όνομα της Jordan ακούστηκε έντονα και κέρδισε έστω εκείνα τα λίγα λεπτά φήμης και δημοσιότητας ήταν στο Βελγικό Grand Prix της ίδιας χρονιάς, όπου ένας νεαρός Γερμανος οδηγός προσλήφθηκε για να αντικαταστήσει τον Βέλγο Gachot, ο οποίος έπρεπε να εκτελέσει δίμηνη ποινή φυλάκισης για επίθεση σε οδηγό ταξί. Εκείνος ο ταλαντούχος αντικαταστάτης δεν ήταν άλλος από τον Michael Schumacher, ο οποίος ήρθε με bonus $ 150.000 από τον εργοδότη το, την εταιρία Mercedes-Benz για να αποκομίσει την αντίστοιχη οδηγική εμπειρία. Στα δοκιμαστικά, ο νεαρός τότε Michael Schumacher κατατάχθηκε στην έβδομη θέση, πράγμα εντυπωσιακό στην πρώτη του μόλις επαφή με το μονοθέσιο αλλά στον αγώνα, αναγκάστηκε να αποσυρθεί με πρόβλημα συμπλέκτη νωρίς στον πρώτο μόλις γύρο.
Οι ελπίδες της Jordan να διατηρήσουν τον Schumacher για το υπόλοιπο της season διακόπηκαν καθώς, παρά τη λεκτική συμφωνία, ο νεαρός Γερμανός προσλήφθηκε από την Benetton για τον επόμενο αγώνα. Την θέση του Γερμανού την πήρε για πρώτη φορά ο Βραζιλιάνος Roberto Moreno, ο οποίος είχε απομακρυνθεί από την Benetton νωρίτερα για να ανοίξει δρόμο για τον Schumacher και αργότερα για τον Alessandro Zanardi. Αν και ο Gachot ήταν διαθέσιμος στους τελευταίους δύο αγώνες της season, η Jordan επέλεξε να παραμείνει με την υπάρχουσα σειρά οδηγών της.
Παρότι ο λόγος που θυμάται ο κόσμος την Jordan είναι ότι έδωσε στον Schumacher την ευκαιρία να εισέλθει στον κόσμο της Formula 1, η Jordan 191 αξίζει περισσότερους λόγους για να την θυμόμαστε. Ο De Cesaris είχε μια καλή season, στην οποία τερμάτισε 9ος στο πρωτάθλημα. Ο Gachot και ο Moreno σημείωσαν επίσης πόντους και αυτό σε συνδυασμό με την 9η θέση του De Cesaris ήταν αρκετό για την Jordan Grand Prix να τερματίσει 5η στην κατάταξη των Κατασκευαστών κατά την πρώτη της season στην F1, μπροστά από έμπειρες ομάδες όπως η Lotus, Tyrrell και Brabham.
Πηγή φωτογραφιών:
- LAT Images
- Sutton Images
- Darren Heath
Ακολουθήστε μας στα Twitter, Instagram, Youtube, Discord και Spotify