Όταν ο υπολογιστής μας δε λειτουργεί καλά, πολλές φορές αυτό οφείλεται σε ανεπιτυχείς εγκαταστάσεις κάποιων ενημερώσεων. Τότε, κάνουμε επανεκκίνηση (restart κοινώς) και ελπίζουμε να μην μας κάνει και πάλι τη ζωή δύσκολη.
Όταν διοικείς το πιο δυνατό brand στην υφήλιο και έχεις να κατακτήσεις τίτλο κατασκευαστών από το 2008 και οδηγών από το 2007, το restart μοιάζει καλή λύση.
Κακά τα ψέματα, η Ferrari έχει επιδείξει την τελευταία 8ετία μία χαρακτηριστική δυσκολία να παλέψει με πραγματικές αξιώσεις για τους δύο τίτλους στην Formula 1. Η Gestiona Sportiva, δηλαδή το αγωνιστικό κομμάτι της εταιρίας, πάσχει από οκνυρία, έλλειψη δημιουργικότητας και φαίνεται να αδυνατεί να βρει τις λύσεις που απαιτούνται, όταν είσαι η ιστορικότερη ομάδα του grid.
Μπορεί η ιστορία μίας ομάδας να μην της δίνει το δικαίωμα να απαιτεί να είναι στις πρώτες θέσεις, ωστόσο είναι ένα καλό κίνητρο για να πάρει δύναμη και να επιστρέψει εκεί που ομολογουμένως ανήκει κάθε ομάδα με βαρύ όνομα στο σπορ: στην μάχη της κορυφής. Με αφορμή τη Ferrari, το ίδιο οφείλει να κάνει για το καλό του αθλήματος (και το δικό της) η McLaren-Honda. Να βρουν τις παλιές τους δόξες.
Θα πει κανείς εδώ «τι το κακό υπάρχει στο να κυριαρχεί μία εκ των μη ιστορικών ή νεοεισαχθείσων ομάδων;». Κανένα κακό, κάθε άλλο μάλιστα. Αυτό αποδεικνύει πως η F1 κάνει βήματα μπροστά, δεν μένει στις παλιές ομάδες, τις παραδοσιακά παρούσες στους αγώνες, αλλά επενδύει και «κερδίζει» και από ομάδες με μικρότερη προϊστορία, που είχαν την δυναμική να κοντράρουν στα ίσα ομάδες όπως είναι η Scuderia, η McLaren ή η Williams.
Ωστόσο, όπως κάθε άθλημα, έτσι και η Formula 1 βασίζεται σε ομάδες και πρόσωπα. Αυτά την προσδιορίζουν, την κάνουν αρεστή ή μη αρεστή, της δίνουν πνοή και χρώμα. Για αυτό το λόγο χρειάζεται να ανακάμψει η Ferrari. Γιατί, ως μία ομάδα με πρόσφατο ένδοξο παρελθόν, μιλώντας φυσικά για την αυγή του 21ου αιώνα, έχει την «υποχρέωση» να κρατήσει ψηλά τη σημαία των ομάδων που περιέπεσαν σε αγωνιστική ένδεια την τελευταία πενταετία (βλ. McLaren, Williams) και να δώσει το παρόν στις μάχες για τα πρωταθλήματα.
Ας γυρίσουμε, όμως, και πάλι στο «restart». Η επανεκκίνηση στους υπολογιστές βοηθάει στον ομαλότερη λειτουργία τους σε περιπτώσεις αργής επεξεργασίας δεδομένων. Σε μία πολυεθνική εταιρία με δισεκατομμύρια προϋπολογισμού και το βάρος της ομάδας με τις περισσότερες συμμετοχές σε αγώνες F1, το restart φτάνει;
Όποιος παρακολουθεί στενά τα τεκταινόμενα της F1, σίγουρα θα έχει δει τις σταδιακές πλην ριζικές αλλαγές που γίνονται στα ενδότερα της ομάδας. Αλλαγή αγωνιστικού διευθυντή (εις διπλούν), αλλαγή προέδρου, αλλαγή οδηγού, αλλαγή αεροδυναμιστή, απόλυση και πρόσληψη μηχανικών και νέα σύραγγα (αυτή ήρθε πρώτη ήδη από την αρχή του 2014). Μέσα σε λιγότερο από έναν ημερολογιακό χρόνο, η Ferrari έχει αναδιαμορφώσει θέσεις-κλειδιά όπως είναι αυτή του προέδρου και του αγωνιστικού διευθυντή. Κατ’ουσίαν, η εταιρία άλλαξε γενικότερα προφίλ τόσο στις διεθνείς αγορές, όσο και στο αγωνιστικό της τμήμα. Η φυγή του di Montezemolo και ο ερχομός του Marchionne, καθώς και η φυγή τόσο του Domenicalli όσο και του Mattiacci, και η πρόσληψη του Arrivabene είναι αλλαγές που δεν περνούν σε καμία περίπτωση απαρατήρητες. Είναι αξιόλογες κινήσεις που σίγουρα θα φανούν στο μέλλον.
Και για να απαντήσουμε και στο ερώτημα αν το restart φτάνει, τότε μπορώ με βεβαιότητα να σας πω πως ναι, φτάνει. Δεν είναι μία μέθοδος που θα φέρει ακαριαίες αλλαγές. Παρόλα αυτά, αρχής γενομένης από το 2015, η Ferrari πραγματοποιεί επιτέλους μία ουσιαστική μεταστροφή σε όλη της την νοοτροπία μετά από 21 έτη. Παύει να θεωρεί δεδομένη την πρωτία, μία βεβαιότητα που είχε αποκτήσει από το 1999 και μετά, κοιτά πια με άκρατο ρεαλισμό και περίσσια λογική τις επόμενες κινήσεις της και τα αποτέλεσματα θα φανούν. Θα αργήσουν, αλλά θα φανούν.
Ακολουθήστε μας στα Twitter, Instagram, Youtube, Discord και Spotify