Το GP Πορτογαλίας του 2020 στην πίστα του Portimao, θα είναι πλέον ένα σημείο αναφοράς στην ιστορία της F1, αφού ο Lewis Hamilton κατέκτησε την 92η νίκη της καριέρας του και έγινε και επίσημα ο οδηγός με τις περισσότερες νίκες στην ιστορία του αθλήματος.
Πρόκειται βέβαια για μια αναμενόμενη εξέλιξη, αν αναλογιστούμε την δεδομένη κυριαρχία του ιδίου του Βρετανού και της ομάδας του, της Mercedes και την φετινή σεζόν, σε μια ιστορία κυριαρχίας και υπεροχής που όμοια της δεν έχουμε ξαναδεί. Από την στιγμή που το σπορ πέρασε στην υβριδική εποχή από το 2014 και έπειτα, η Γερμανική ομάδα δεν έχει βιώσει έντονη πίεση πλην λίγων εξαιρέσεων από τους αντιπάλους της, οι οποίοι μέχρι και την στιγμή που μιλάμε δεν καταφέρνουν να ανατρέψουν το μονοπώλιο στην κορυφή της F1. Ως επακόλουθο αυτού, ένας εξαιρετικά γρήγορος και ταλαντούχος οδηγός βρέθηκε στην κατάλληλη θέση, την κατάλληλη χρονική στιγμή και αισίως βαδίζει προς τον έκτο τίτλο του με τα χρώματα της Mercedes, καταρρίπτοντας το ένα ρεκόρ πίσω από το άλλο.
Οπότε φτάνουμε στο ερώτημα που έρχεται ως εξέλιξη των προαναφερθέντων: Είναι ο Lewis Hamilton ο κορυφαίος οδηγός στην ιστορία της F1; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι μονολεκτική, ούτε μπορεί να βασιστεί μόνο στους αριθμούς. Υπάρχουν τόσοι παράγοντες που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη ώστε να δώσουμε μια εμπεριστατωμένη απάντηση, η οποία εντούτοις μπορεί και πάλι να αμφισβητηθεί. Η αλήθεια είναι πως το φιλοθεάμων κοινό γενικά, όχι μόνο στην F1, αλλά σε όλους τους τομείς της καθημερινότητας μας, έχει πάντα την ανάγκη να ανακηρύττει και να ακολουθεί κάποια είδωλα. Τα είδωλα αυτά, αναλόγως τον τομέα της επαγγελματικής και όχι μόνο δραστηριότητας τους, εμπνέουν μια κοινωνική ομάδα μέσα από την δράση τους και τα επιτεύγματα τους. Ο Hamilton με την συνεχιζόμενη κυριαρχία του τα τελευταία έξι χρόνια είναι απολύτως λογικό να έχει δημιουργήσει από κοινού με την ομάδα του έναν “θρύλο” και την αίσθηση πως δεν μπορεί να ηττηθεί από κανέναν, ανεξαρτήτως συνθηκών και καταστάσεων.
To γεγονός ότι ο Lewis βρίσκεται στην κορυφαία ομάδα, μακράν των υπολοίπων, δεν αλλοιώνει επ’ ουδενί την αξία και την αίγλη των κατορθωμάτων του. Ειδικά στη σύγχρονη εποχή της F1, η οδηγική ικανότητα μειονεκτεί έναντι της επίδοσης και της αξιοπιστίας του μονοθεσίου. Αν μπούμε στην διαδικασία των συγκρίσεων, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε το παράδειγμα του σπουδαίου Alain Prost, ο οποίος κατέκτησε το δεύτερο εκ των τεσσάρων πρωταθλημάτων του το 1986, οδηγώντας για την σαφώς υποδεέστερη McLaren-Tag, απέναντι στην πανίσχυρη Williams-Honda. O “Καθηγητής” πέτυχε έναν άθλο την χρονιά εκείνη, εκμεταλλευόμενος την δυναμική του μονοθέσιου του και πολύ περισσότερο την συνέπεια και τον ορθολογισμό που διέκριναν την οδήγηση του, με αποτέλεσμα να επωφεληθεί στο έπακρο από την… κοκορομαχία Piquet-Mansell. Άρα στο κομμάτι αυτό θα λέγαμε ότι η βαρύτητα του επιτεύγματος του Prost, είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη κάποιου εκ των πρωταθλημάτων του Βρετανού.
Ακολούθως, αν βάλουμε στην εξίσωση τον μέχρι πρότινος κάτοχο των σημαντικότερων ρεκόρ του πρωταθλήματος, τον Michael Schumacher, θα πρέπει να εξετάσουμε προσεκτικά τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο Γερμανός μπόρεσε αντιστοίχως να πετύχει τα κατορθώματα του. Κέρδισε τους δύο πρώτους τίτλους του με την ομάδα της Benetton, δίχως να έχει στην διάθεση του το κορυφαίο πακέτο έναντι του ισχυρού τότε ανταγωνισμού. Έπειτα βρέθηκε στην Ferrari, η οποία διένυε συγκυρίες εφάμιλλες με εκείνες που βρίσκεται σήμερα. Παρ’ όλα αυτά κατάφερε να διεκδικήσει σε δύο περιπτώσεις το πρωτάθλημα, το 1997 και το 1998, μέχρι και τον τελευταίο αγώνα, απέναντι σε αντιπάλους που υπό άλλες συνθήκες θα έκαναν έναν υγιεινό περίπατο προς τον τίτλο. Με το πέρας του χρόνου όμως, πέτυχε την κατάλληλη οργάνωση σε μια ομάδα που δεν είναι γνωστή για την ευκολία με την οποία μένει πιστή σε ένα πλάνο και πετυχαίνει με βάση αυτό. Η δυναστεία της Ferrari λοιπόν την περίοδο 2000-2004 δεν πιστώνεται μόνο στην ικανότητα των τότε στελεχών της, αλλά και στην εργατικότητα, την επιμονή και την υπομονή ενός σπουδαίου οδηγού. Δεν υπονοείται κάποια διάθεση υποτίμησης των δυνατοτήτων του Hamilton, ωστόσο θα πρέπει να αναγνωριστούν κάποια αντικειμενικά κριτήρια, η Mercedes ως εταιρεία είχε ήδη αρχίσει να προετοιμάζεται για την αλλαγή των κανονισμών το 2014, πολύ πριν από τους άλλους και αυτό οφείλεται κατά μεγάλο βαθμό στα στελέχη που την απάρτιζαν και όχι στους οδηγούς της.
Έπειτα στην ζυγαριά θα πρέπει επίσης να προσθέσουμε μερικά ακόμα στοιχεία. Ο Lewis σε δύο εκ των τριών περιπτώσεων, όπου ο τίτλος κρίθηκε στο νήμα, φάνηκε κατώτερος των προσδοκιών, ενώ και το 2008 η θεά τύχη έστειλε στον δρόμο του τον Timo Glock με ελαστικά για στεγνό σε βρεγμένο οδόστρωμα, την στιγμή ακριβώς που η βροχή άρχισε να πέφτει πιο έντονα στην πίστα του Interlagos. Βέβαια, όπως προαναφέρθηκε, η τύχη στην πλειονότητα των περιπτώσεων ευνοεί τους δυνατούς, αλλά ο Βρετανός δεν έχει βρεθεί σε καθεστώς πραγματικής πίεσης, ειδικά τώρα όπου οδηγεί πιο ώριμα από ποτέ. Δεν ξέρουμε ποιες θα ήταν οι αντιδράσεις του αν ο Max Verstappen ή ο Charles Leclerc, ήταν οριακά μπροστά του ή πίσω του στην βαθμολογία μπαίνοντας στον τελευταίο αγώνα. Ακόμη, με το πρόγραμμα των αγώνων που έχει διαμορφωθεί την τελευταία δεκαετία, με 18 έως και 20-21 αγώνες, ήταν αναμενόμενο κάποιος οδηγός να μπορέσει να πλησιάσει πιο κοντά ή και να σπάσει τα σημαντικά ρεκόρ, με δεδομένη την δυναμική που υφίσταται, πόσο δε από το μέγεθος της κυριαρχίας της Mercedes και την έλλειψη ενός teammate που να αποτελεί φόβητρο. Μην ξεχνάμε ότι το 2016 ο Nico Rosberg απέσπασε ένα άξιο πρωτάθλημα, με τους επικριτές του Hamilton να τονίζουν πως π.χ. ο Schumacher δεν θα μπορούσε ποτέ να χάσει έναν τίτλο από τους Barrichello, Irvine και Μassa.
Αν μπούμε συνολικά στην διαδικασία να συγκρίνουμε δεδομένα και αριθμούς, είναι φυσιολογικό να προκύπτουν αντιδράσεις, ανάλογα με την οπτική του καθενός. Η αναζήτηση του G.O.A.T σε όλα τα αθλήματα, αποτελεί μια συνθήκη των ημερών μας, εντούτοις πρέπει να γίνει σαφές και κατανοητό ότι όσο περνούν τα χρόνια και αναπτύσσεται η εξέλιξη σε όλους τους τομείς, οι καλύτεροι δεν προκύπτουν με τα ίδια κριτήρια. Ποιος μπορεί να συγκρίνει το θεόσταλτο και ενστικτώδες ταλέντο του Ayrton Senna, το οποίο μπορούμε και θαυμάζουμε και οι νεότερες γενιές μέσα από το πλούσιο οπτικοακουστικό ταλέντο που είναι διαθέσιμο, με το αντίστοιχο του Schumacher, του Lauda και τόσων άλλων; Δεν χωρά αμφιβολία στο ότι ο Lewis Hamilton έχει καταφέρει να εξελιχθεί και σε ατομικό επίπεδο, σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην τον εμποδίζει κανενός είδους ατυχία στο να πετύχει τον στόχο του, όπως ένα κλαταρισμένο λάστιχο στον τελευταίο γύρο. Όλα δείχνουν πως η υπεροχή του θα συνεχιστεί τουλάχιστον για ακόμα έναν χρόνο, όταν και θα θεωρηθεί βάσει επιτευγμάτων, ο κορυφαίος όλων των εποχών. Θα υπάρξουν και τότε περαιτέρω συγκρίσεις και διαφωνίες, όμως αυτό που επιθυμούν οι οπαδοί της F1 είναι να υπάρχουν συνεχείς μάχες για την κατάκτηση της κορυφής μέχρι το τέλος και όχι μονότονα σκηνικά και επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Οι καφενειακού τύπου αντεγκλήσεις σχετικά με τον καλύτερο οδηγό, δεν αρμόζουν σε ένα άθλημα όπως η F1.
Πέραν αυτών, ως επίλογο θα χρησιμοποιήσω μια φράση που βγήκε από το στόμα του ίδιου του Michael Schumacher, όταν το 2008 ερωτήθηκε αν θα αισθανόταν άσχημα σε περίπτωση που κάποιος ξεπερνούσε τα κατορθώματα του. Ο Γερμανός απάντησε άμεσα και δίχως να κομπιάσει ότι «τα ρεκόρ υπάρχουν για σπάνε». Η λύση λοιπόν είναι να απολαμβάνουμε το θέαμα, να δίνουμε συγχαρητήρια σε εκείνους που πετυχαίνουν και πιο σημαντικά να μην επιτρέπουμε κάποιες μικρότητες να διέπουν το πάθος μας την F1.
Ακολουθήστε μας στα Twitter, Instagram, Youtube, Discord και Spotify