Η McLaren, έχοντας προμηθευτεί τελικά έναν ανταγωνιστικό κινητήρα, θα μπορούσε να ετοιμάσει ένα σοβαρό μονοθέσιο Formula 1, έτοιμο για την σεζόν του 1968, αφού αγωνίστηκε για δύο σεζόν με τους V8 κινητήρες της Ford και Serenissima, όπως επίσης και τον V12 της BRM που ήταν σχεδιασμένος για τα sports cars δρόμου. Ο νέος κινητήρας ήταν o V8 της Ford Cosworth, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά το 1967 από την ομάδα της Lotus και ο οποίος ήταν πλέον διαθέσιμος και στις McLaren και Matra.
Εξελιγμένος ειδικά για τους νέους κανονισμούς που ήθελαν κινητήρες χωρητικότητας 3 λίτρων (βασιζόμενος σε εκείνους του 1966), ο κινητήρας DFV (Double Four Valve – τέσσερις βαλβίδες ανά κύλινδρο) θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μέρος του πλαισίου. Αυτό σήμαινε πως το πλαίσιο το μοναδικό πράγμα που χρειαζόταν ήταν μια δομή για να στηρίξει την μπροστινή ανάρτηση, το ντεπόζιτο του καυσίμου και την θέση του οδηγού. Ο κινητήρας ήταν βιδωμένος απευθείας στο πλαίσιο πίσω από τον οδηγό και μαζί με το κιβώτιο ταχυτήτων, ‘μοιράζονταν’ το φορτίο της πίσω ανάρτησης. Με μόνο το ήμισυ του πλαισίου να χρειάζεται μελέτη και σχεδιασμό, τα μονοθέσια με κινητήρα DFV ήταν de facto ελαφρύτερα από τον ανταγωνισμό!
Υπεύθυνος για το σχεδιασμό της νέας McLaren M7 ή της M7A ήταν ο Robin Herd, ο οποίος είχε επίσης σχεδιάσει το 1967 μαζί με τοn Bruce McLaren το Can-Am Μ6 που κέρδισε εκείνη την χρόνια το ομώνυμο πρωτάθλημα. Η σχεδίαση του αποτελούταν από μια απλή «μπανιέρα» monocoque, σε αντίθεση με τη Lotus 49 που τροφοδοτούταν με κινητήρα DFV, η οποία χρησιμοποιούσε ένα πλήρως κλειστό monocoque. Κατασκευασμένο από φύλλα αλουμινίου, το πλαίσιο διέθετε τρία χαλύβδινα διαφράγματα για πρόσθετη ακαμψία. Τα ντεπόζιτα καυσίμου τοποθετήθηκαν στο εσωτερικό του πλαισίου και τοποθετήθηκαν σε κάθε πλευρά του οδηγού.
Πριν ολοκληρωθεί ο σχεδιασμός του μονοθεσίου, ο Herd έφυγε για να πάει στην Cosworth, όπου του ανατέθηκε να σχεδιάσει τους κινητήρες για το πρώτο πλήρες μονοθέσιο της εταιρίας. Με την καθοδήγηση του Bruce McLaren, ο Gordon Coppuck ανατέθηκε να συνεχίσει τις εργασίες στο μονοθέσιο της ομάδας, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στον τομέα της ανάρτησης. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν να κατασκευαστεί ένα συμβατικό μονοθέσιο αλλά με κάποιες ιδιαίτερες καινοτομίες, όπως το καλοριφέρ το οποίο έμοιαζε με εκείνο που είχαν τα sport cars και ήταν τοποθετημένο στο μπροστινό μέρος του μονοθεσίου, κοντά στο ρύγχος για να απομακρύνει πιο γρήγορα τη θερμότητα από το σασί και τον οδηγό, όπως επίσης και τη μετατόπιση του δοχείου λαδιού και του συστήματος ψύξης στο πίσω μέρος του μονοθεσίου για καλύτερη κατανομή του βάρους.
Παρά τις διάφορες αλλαγές κατά την διάρκεια του σχεδιασμού, η McLaren M7A αποδείχθηκε νικήτρια απ ‘ευθείας από το κουτί, όταν ο Bruce McLaren τερμάτισε στην πρώτη θέση το 1968, στον Αγώνα των Πρωταθλητών που έγινε στο Brands Hatch. Μετά τον τερματισμό στην τρίτη θέση στο Brands Hatch, ο ομόσταυλος του και παγκόσμιος πρωταθλητής Denny Hulme ακολούθησε το παράδειγμα του McLaren παίρνοντας την νίκη στο Διεθνές Trophy στο Silverstone την ίδια χρονιά. Στο ντεμπούτο της στο παγκόσμιο πρωτάθλημα που έλαβε μέρος στην Ισπανία, ο Hulme τερμάτισε το Ισπανικό Grand Prix σε μια πολύ καλή υποσχόμενη δεύτερη θέση.
Στο τρίτο μόλις Grand Prix της σεζόν, στην πολύ γρήγορη και επικίνδυνη πίστα του Spa-Francorchamps, στο Βέλγιο, ο Bruce McLaren κέρδισε την πρώτη διεθνή νίκη της ομάδας του, καθιστώντας τον δεύτερο οδηγό, μετά από τον μέντορα του, Jack Brabham, που κέρδισε αγώνα Grand Prix με ένα μονοθέσιο που φέρει το όνομα του. Με δυο συνεχόμενες νίκες σε Ιταλία και Καναδά, ο Hulme πρόσθεσε δύο ακόμη νίκες στο ενεργητικό της M7A. Χάρη στη σταθερή σεζόν που είχαν οι δύο οδηγοι, η ομάδα της McLaren τερμάτισε δεύτερη στο πρωτάθλημα του 1968 πίσω από την ομάδα της Lotus.
Ενθουσιασμένος από τα πολλά υποσχόμενα αποτελέσματα στην πρώτη σεζόν του μονοθεσίου, η McLaren συνέχισε με την M7A και για την σεζόν του 1969. Δύο σαφώς διαφορετικές εκδόσεις εμφανίστηκαν κατά την διάρκεια της σεζον, η M7B οπου είχε τα ντεπόζιτα του καυσίμου τοποθετημένα έξω από το monocoque, σαν πλωτήρες και η M7C, της οποίας το monocoque προερχόταν από F5000. Και τα δύο αυτά μονοθέσια ήταν projects του Bruce McLaren και κυρίως αγωνίστηκαν από εκείνον. Περαιτέρω εξέλιξη δώθηκε στις φαινομενικά ψηλότερες πτέρυγες που τοποθετήθηκαν στην κορυφή της μπροστινής και πίσω ανάρτησης.
Ιδιαίτερα λόγω των ταχέων αεροδυναμικών εξελίξεων, η McLaren προσπάθησε να επαναλάβει την σχεδιαστική φιλοσοφία του 1968. Παρόλο που οι υψηλά τοποθετημένες πτέρυγες απαγορεύτηκαν από το Grand Prix του Μονακό και μετά, η McLaren δεν κέρδισε κανέναν αγώνα μέχρι τον τελευταίο, όταν ο Hulme νίκησε τους Jacky Ickx και Jack Brabham πηγαίνοντας για την νίκη στο Grand Prix του Μεξικού. Η McLaren τερμάτισε στην τέταρτη θέση στο πρωτάθλημα των κατασκευαστών εκείνη την χρονιά. Στην αρχή της σεζόν του 1970, η ομάδα παρουσίασε την νεότερη M14, η οποία ουσιαστικά ήταν μια εξέλιξη του monocoque της M7C. Κάποιοι άλλοι οδηγοί, όπως ο Ιταλός Andrea de Adamich, συνέχισε να χρησιμοποίει τη μοναδική M7D με κινητήρα Alfa Romeo.
Με την M7, η McLaren αναδείχθηκε ως μια δυνατή ομάδα στη Formula 1. Παρόλο που θα χρειάζονταν 4 χρόνια, το 1974 πριν η ομάδα αρχίσει να κυριαρχεί, η McLaren παρέμεινε μία από τις κορυφαίες ομάδες του αθλητισμού από τότε.
Ακολουθήστε μας στα Twitter, Instagram, Youtube, Discord και Spotify